οφφίκιο(ν)

οφφίκιο(ν)
το пост; должность;

αγαπώ τα οφφίκια — а) добиваться должностей; — б) рваться, стремиться к власти


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οφφίκιο(ν)" в других словарях:

  • Papaflessas — For the Greek municipality, see Papaflessas, Messenia. Papaflessas (Grigorios Dikaios). Papaflessas (Παπαφλέσσας; 1788 – 1825), born Grigorios Demetrios Flessas (Γρηγόριος Δημητρίου Φλέσσας), was a Greek patriot, priest, and government official… …   Wikipedia

  • Grigórios Phléssas — Papaphléssas Yeóryios Phléssas (Γεώργιος Παναγιώτου Φλέσσας), ou Papaphléssas (Παπαφλέσας) ou Grigórios Dhikéos (Γρηγόριος Δικαίος) (1788 1825) fut un moine grec et un héros de la Guerre d indépendance grecque. Il est plus connu en tant que… …   Wikipédia en Français

  • αρχοντίκιο — το (Μ ἀρχοντίκιον) εκκλησιαστικό αξίωμα ή οφφίκιο που απένεμε ο πατριάρχης σε κληρικούς ή λαϊκούς για την εκτέλεση διαφόρων υπηρεσιών έξω από το Άγιο Βήμα ή γενικότερα στην εκκλησιαστική διοίκηση …   Dictionary of Greek

  • δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… …   Dictionary of Greek

  • σταυροφύλακας — ο / σταυροφύλαξ, ακος, ΝΜ ο φύλακας τού Τιμίου Σταυρού, κατά την έκθεση του σε προσκύνηση, οφφίκιο τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»